«Ναι, σύντροφε, γεια σου. Είμαι ο πατέρας του νέου συντρόφου που πέρασε στη σχολή σου…».
Κάπως έτσι, a long long time ago, ξεκίνησε η γνωριμία μου με τον Yianni. Τον πρώτο φοιτητή που γνώρισα στο Ηράκλειο. Τον πρώτο σ/φο που γνώρισα στο Ηράκλειο. Και είναι κάτι τέτοιες παρουσίες -όχι μόνες τους βέβαια- που κερδίζουν έναν πρωτοετή που περνά σε μια σχολή και λέει «ωραία, θα χαλαρώσουμε τώρα» και τον κάνουν να αγωνιστεί και για 5 πράματα.
Με τον Yianni δε μπορώ να κρύψω πως διαφωνούσαμε σε αρκετά πράγματα. Για τη μπάλα, για τη τέχνη (έλεος δηλαδή, τί σουρεαλισμοί και υπερεαλισμοί και ιστορίες, αν είναι η ταινία για γέλια και για κλάματα ή σε παίρνει ο ύπνος είναι για τα μπάζα, ΔΕΝ έχει κάποιο «κρυφό μήνυμα», τέλος 😀 ).
Αλλά αυτό δε μπορεί να αποτρέψει κάποιον από το να θαυμάζει κάποια πράγματα πάνω του. Η ψυχρή λογική (εκτός αν μιλάμε για το γαύρο, οπότε δεν υπάρχει λογική 😉 ) είναι μεγάλο προσόν. Και η αποφασιστικότητα στο να πετύχεις τους στόχους που θέτεις, να μην επιρρεάζεσαι από το περιβάλλον κτλ. είναι πράγματα που δε τα ξαναείδα σε άνθρωπο τόσο έντονα.
Έστω και αν ποτέ δε τα βρήκαμε στις προτεραιότητες που είχε ο καθείς…
Τώρα ο Yiannis έφυγε για άλλες Πολιτείες.
Αλλά πριν φύγει, με την ψυχρή λογική που τον διακρίνει, πήρε την απόφαση να μοιράσει όλα τα βιβλία που είχε μαζέψει τόσα χρόνια σε όσους ενδιαφερόμασταν. Τα λογοτεχνικά. Γιατί τα πολιτικά τα είχε ήδη δώσει προ ετών αλλού…
Ε, πήραν 4-5 άτομα, πήρα κι εγώ, και μιας και είμαι ο γείτονας και μιας και να δω βιβλία να «μένουνε στο δρόμο» δε μπορώ, πήρα και ό,τι άφησαν οι υπόλοιποι.
Το σύνολο πρέπει να κονόμισα γύρω στα 100-120 βιβλία.
Μέσα σε αυτά και το συγκεκριμένο.
Και επειδή κάτι τέτοια γεγονότα που με κάνουν να αισθάνομαι πλουσιότερος και τα χρωστάω σε επιλογές άλλων δε μπορώ να τα αφήνω να περνάνε και να ξεχνιούνται, πάντα όταν θα σχολιάζω κάποιο βιβλίο που είναι από τη «συλλογή του Yianni», θα το τονίζω.
Πώς;
Λέω να γράφω: «Κερδισμένο στο Verginabet» 😉 . Αν δεν έχει και ο ίδιος πρόβλημα…
Μετά από αυτή τη σύντομη εισαγωγή, πάμε στο Βιβλίο:
[get it!]
Αντί σχολίων, στο συγκεκριμένο ποστ λέω να βάλω δύο από τα ποιήματα (γιατί ποιήματα περιέχονται μόνο). Εξ’ άλλου και το επόμενο ποστ βιβλίο του Μπουκόφσκι θα αφορά, οπότε θα τα πω εκεί μία και καλή.
A, τα συγκεκριμένα ποιήματα μην τα θεωρήσετε ούτε αντιπροσωπευτικά ούτε αυτά που μου άρεσαν περισσότερο ντε και καλά.
.
.
Εμπόριο
κάποτε οδηγούσα φορτηγά
τόσο γρήγορα και τόσες ώρες
που το δεξί μου πόδι μούδιαζε στο γκάζι.
η μια φορτωτική μετά την άλλη,
δεκατέσσερις ώρες τη μέρα
για 1,10 δολάρια την ώρα. μαύρα.
πήγαινα ανάποδα σε μονόδρομους
στα χειρότερα σημεία της πόλης.
μες στα μεσάνυχτα
μες στο καταμεσήμερο,
έτρεχα σαν τρελός
ανάμεσα σε κτίρια ψηλά
πάντα με την μπόχα
από κάτι ψόφιο
ή έτοιμο να ψοφήσει
κατά την παράδοση
στον ανελκυστήρα εμπορευμάτων.
ήταν ένας μηχανικός ανελκυστήρας,
που έβγαζε σ’εναν χώρο
μεγάλο φωτεινό
στριμωγμένες
κάτω από τα γυμνά φώτα
γυναίκες
έσκυβαν βουβά πάνω από τα μηχανήματα,
σταυρωμένες ζωντανές στην αλυσίδα παραγωγής.
κι εγώ παρέδιδα το δέμα
σ’ έναν χοντρό μαλάκα με κόκκινες τιράντες.
αυτός υπέγραφε,
σκίζοντας το φτηνό χαρτί με το στιλό του,
αυτό θα πει εξουσία,
αυτό θα πει αμερικανικός
κόσμος της εργασίας.
σου ‘ρχεται να σκοτώσεις τον προϊστάμενο επιτόπου
αλλά διώχνεις τη σκέψη και φεύγεις,
παίρνεις πάλι τον ανελκυστήρα
που ζέχνει κάτουρο,
και σε σταυρώνει κι εσένα
ο αμερικανικός κόσμος της εργασίας,
σου ξεριζώνει τα σπλάχνα
και τον εγκέφαλο
τη θέληση
το πνεύμα.
σε ξεζουμίζει,
σε πετάει στ’ αζήτητα.
ο καπιταλισμός.
η ηθική της εργασίας.
το κίνητρο του κέρδους.
η ανάμνηση όλων όσα έλεγε ο πατέρας σου,
«δούλεψε σκληρά και θα σ’ εκτιμήσουν».
αλλά, βέβαια, υπό τον όρο να παράγεις
πολύ περισσότερα απ’ αυτά που σε πληρώνουν.
.
βγαίνεις από το στενό δρομάκι
και ξαναβρίσκεσαι στον ήλιο,
στην κυκλοφοριακή συμφόρηση,
σχεδιάζεις τη διαδρομή
μέχρι την επόμενη στάση,
τον καλύτερο δρόμο,
για να γλιτώσεις χρόνο,
ενώ δεν ξέρεις κανένα κόλπο
κι αν σκεφτείς όλες τις παραδόσεις
που έχεις στο πρόγραμμα της μέρας
θα οδηγηθείς στην τρέλα.
μία μία,
η μία μετά την άλλη
οι φορτωτικές.
μπαινοβγαίνεις στα μποτιλιαρίσματα
ανάμεσα σε άλλους
που οδηγούν για να βγάλουν το ψωμί τους
χωρίς καμιά αίσθηση του κινδύνου,
της πραγματικότητας,
της ροής του χρόνου
ή της συμπόνιας.
νιώθεις την απόγνωση
που βγάζουν οι μηχανές τους,
η ζωή τους είναι το ίδιο απελπισμένη
και μονότονη με τη δική σου.
ανοίγεις δρόμο ανάμεσά τους
στον δρόμο για την επόμενη στάση,
διασχίζεις το πλημμυρισμένο
κεντρικό Λος Άντζελες
του 1-εννιά-πέντε-δύο,
βρωμοκοπάς, ζαλίζεσαι,
δεν έχεις χρόνο για φαγητό,
δεν έχεις χρόνο για καφέ,
είσαι στο δρομολόγιο αρ. 10,
κι είσαι καινούργιος στη δουλειά,
δώστε στον νεαρό
το πιο σπασαρχίδικο δρομολόγιο,
να δούμε αν μπορεί
να καταπιεί την τιμωρία.
.
κοιτάς το καντράν
και η βελόνα ταλαντεύεται στο κόκκινο.
ίχνος βενζίνη.
κρίμα ρε πούστη.
το σανιδώνεις,
ανάβοντας ένα σβησμένο τσιγάρο
με το ένα χέρι
από ένα βρώμικο σπιρτόκουτο.
.
βρε, δεν πάει να γαμηθεί ο κόσμος όλος.
.
.
.
Ήταν στ’ αλήθεια θυμωμένη
σ’ αγαπώ, είπε,
και έφτυσε σ’ένα μπωλ
με ζελέ.
το έβαλε
στο ψυγείο
και είπε,
μπορείς να το φας αργότερα
για βράδυ.
.
κι έφυγε
σαν τον σίφουνα
από την πόρτα
με τη φούστα της
ν’ ανεμίζει
θυμωμένη.