Του Μίχαλου Σταυρακάκη ή Νιδιώτη
Ήτανε, μάνα, πρωτοβρόχια.
Πρωί-πρωί ξυπνήσαμε, να πάμε για σπορά.
Στην πόρτα μας, στέκανε χωροφύλακες,
περνώντας μου σφιχτά τσι χειροπέδες.
Κι εσύ, ανίδεη, ρωτούσες, «γιατί;» .
Μέχρι τότες ήξερες πως τις χειροπέδες
τις περνούσαν στους ληστές και στους φονιάδες.
Και απορούσες και ρωτούσες, «γιατί;» .
Τότε, σε κοίταξα στα μάτια και σου το είπα καθαρά:
«Με πιάσανε μάνα, γιατί αγάπησα το μέλλον του κόσμου».
Πρωί πρωί με φυγαν από το χωριό,
και δεν αποχαιρέτησα τη Ρηνιώ.
Κι ήρθες, Μάνα, στο Μεταγωγώ και μου ‘πες
πως θα προσμένει η Ρηνιώ, να γυρίσω, να με παντρευτεί.
Τώρα μου γράφεις:
«Σφίξε γιε μου, την καρδιά σου.
Παντρεύτηκε η Ρηνιώ,
κάτω που τη βία του πατέρα της και κλαίει».
Μα εγώ, μάνα, την καρδιά μου την έσφιξα,
από τότε που είδα γιατί κλαίνε και πωνούν οι ανθρώποι.
Μόνο σφίξε κι εσύ τη δκή σου καρδιά,
ώσου να χαρούμε όλοι μαζί.
Θα χαρούμε μάνα, θα χαρούμε,
και μαζί μας
θα γελάσει και η Ρηνιώ!
Χρόνια πολλά μας παππού!