[get it!]
Απίθανο βιβλίο, πραγματικά. Αστυνομική ιστορία είναι και ταυτόχρονα θρίλερ. Αυτά όμως είναι απλά το περιτύλιγμα. Το περιεχόμενο είναι μια πολύ καλή παρουσίαση των τραυμάτων που έχει αφήσει στο σύγχρονο Περού η πρόσφατη ιστορία της χώρας. Όπως και μια πολύ καλή παρουσίαση του πως αλληλεπιδρά αυτή η ιστορία με τα ήθη και τα έθιμα των αυτόχθονων πληθυσμών της χώρας.
Η ιστορία έχει ως εξής:
Εν έτει 2000, ένας εισαγγελέας που μεγάλωσε στην πρωτεύουσα της χώρας ζητάει μετάθεση στην επαρχία από την οποία κατάγεται και στην οποία είχε περάσει τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Συμβαίνει αυτή η επαρχία τα προηγούμενα χρόνια να ήταν και μια από τις περιοχές που γίνονταν οι πιο σκληρές συγκρούσεις ανάμεσα στο στρατό και το «φωτεινό μονοπάτι» (Για το «φωτεινό μονοπάτι» δέστε εδώ, τα περιγράφει πολύ αναλυτικά ο Juan. Εντελώς τυχαία το ποστ του το έκανε τη μέρα που τελείωσα το βιβλίο 😀 ). Ο εισαγγελέας είναι ένας τύπος που θέλει να εφαρμόζει τον νόμο κατά γράμμα. Πιστεύει πως οι εποχές που ο στρατός ουσιαστικά κανόνιζε τα πάντα στη χώρα έχουνε περάσει, προσπαθεί κάθε φορά να κινησεί τις διαδικασίες που προβλέπουν οι κανονισμοί ώστε να τον ακούσουν οι αρμόδιοι.
Γρήγορα όμως ανακαλύπτει πως το παρελθόν είναι πολύ πιο καντά απ’ ότι ο ίδιος νόμιζε. Μια σειρά φόνων και γεγονότων τον κάνουν να υποψιαστεί ότι το «φωτεινό μονοπάτι» συνεχίζει τη δράση του, ενώ μέρα με τη μέρα διαπιστώνει πως η «δημοκρατία» και η «νομιμότητα» την οποία υπερασπίζεται είναι απλά μια βιτρίνα, πίσω από την οποία κρίβονται οι ίδιοι μηχανισμοί που με απίστευτη βία και φρικαλεότητα κάνανε κουμάντο στη χώρα και την περίοδο που η «κομμουνιστική απειλή» ήταν στα φόρτε της.
Όλα αυτά δένονται με μια σειρά από προσωπικά δράματα όλων των πρωταγωνιστών, ενώ το φινάλε είναι …κάθε άλλο παρά happy. Αντίθετα, είναι συγκλονιστικό μα και αιματηρό όσο δε πάει. Όπως και το παρελθόν της χώρας…
Αξίζει να σημειωθεί ότι, όπως αναφέρει και ο συγγραφέας, τόσο οι τρόποι ανάκρισης και δράσης των κρατικών δυνάμεων όσο και αυτές του «φωτεινού μονοπατιού» είναι πραγματικές.
Επίσης πρέπει να πω ότι κατά την άποψή μου το συγκεκριμένο βιβλίο θα γινόταν μια καταπληκτική ταινία. Ποιος ξέρει, μπορεί μια μέρα…
Αυτά.
Τέλος, σας γράφω και ένα απόσπασμα που μου έμεινε πολύ έντονα:
(…) Σχεδόν πριν από είκοσι χρόνια, την τελευταία φορά που είχε πάει στο Αγιακούτσο, ο εισαγγελέας είχε πετάξει στα περίχωρα της Ουάντα με στρατιωτικό ελικόπτερο, μετά από πρόσκληση ενός φίλου πιλότου.
Στα μισά του ταξιδιού, ανάμεσα στα βουνά, βγήκε ένας άντρας από τους θάμνους κρατώντας μια κόκκινη σημαία. Ήταν μόνος. Και έτρεχε μπροστά από το ελικόπτερο επιδεικνύοντας τη σημαία. Ο στρατιώτης που επέβαινε στο ελικόπτερο είχε ένα πολυβόλο. Έριξε. Ο πιλότος άλλαξε την πορεία του για να ακολουθήσει τη σημαία. Ο άντρας έτρεχε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, ακολουθούμενος από τις ριπές του πολυβόλου, που προσπαθούσε να τον πετύχει πριν φτάσει στους θάμνους. Αλλά όταν ο άντρας με τη σημαία έφτασε δίπλα στους θάμνους, στους οποίους θα μπορούσε να κρυφτεί, συνέχισε να τρέχει στο ξέφωτο με τη σημαία του σαν κόκκινη φτυσιά στα μούτρα των στρατιωτικών. Δεν κρύφτηκε και συνέχισε έτσι για εκατοντάδες μέτρα, περιφρονώντας τις φυσικές κρυψώνες που ήταν στο δρόμο του, καταδιωκόμενος από τη σκόνη που σήκωναν οι σφαίρες, κάθε φορά όλο και πιο κοντά στα πόδια του. Μετά από πέντε λεπτά καταδίωξης, οι σφαίρες τον πρόφτασαν, πρώτα στα πόδια και έπειτα, πεσμένο ήδη, στην πλάτη και στο στήθος, καθώς αφιέρωνε τις τελευταίες του κινήσεις στη σημαία που φλεγόταν κυματίζοντας. Ο πυροβολητής δέχτηκε συγχαρητήρια σαν να είχε κυνηγήσει ένα πουλί και εξακολούθησε να του ρίχνει ενώ του φώναζε βρισιές, που ο από κάτω δεν θα άκουγε ποτέ.
«Γιατί το έκανε αυτό;» είχε ρωτήσει τότε ο εισαγγελέας. «Γιατί σκοτώθηκε με τέτοιο τρόπο;»
«Για να δείξει ότι δεν τον νοιάζει να πεθάνει», αποκρίθηκε ο πιλότος.
Κατόπιν, το ελικόπτερο έκανε στροφή, προς το μέρος απ’ όπου είχε βγει η σημαία, και έριξε στους θάμνους, στα δέντρα, στα γυρίσματα του ποταμού, στα φυτά. Ο εισαγγελέας ξαναρώτησε:
«Και τώρα γιατί ρίχνετε στο κενό;» «Μπας και πετύχουμε κανένα από τα παιδιά που τον είδαν. Αυτό αποτελεί μέρος της εκπαίδευσης τους. Το Μονοπάτι είναι γεμάτο παιδιά, δεκατριάχρονα, που ερεθίζονται όταν βλέπουν τέτοια πράγματα. Κάθε νεκρός, με μια σημαία σαν κι αυτήν που είδαμε, παράγει δέκα έως δώδεκα φονιάδες έτοιμους να κάνουν το ίδιο».(…)